γελώ

γελώ
(-άω) (AM γελῶ, -άω, Α και γελόω και γέλαιμι)
1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» — γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.)
2. (για πράγματα) παρουσιάζω χαρωπή όψη, λάμπω («γελούνε τ' άνθη, τα νερά», «γαῑά τε πᾱσ' ἐγέλασε»)
3. γελώ εις βάρος κάποιου, περιγελώ («κάθισ' η τσιμπλού στη στράτα και γελάει τη μαυρομάτα»)
4. είμαι ευνοϊκός, φέρομαι φιλικά («γλυκά κι η τύχη μού γελά», Δ. Σολωμ.
«ὅταν ποτ' ἀνθρώποισιν ἡ τύχη γελᾷ», Φιλήμ.)
νεοελλ.
1. εξαπατώ, πλανώ («άλλος σού έταξε βοήθεια και σέ γέλασε φρικτά», Δ. Σολωμ.)
2. με απατηλά λόγια διαφθείρω γυναίκα.
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) γελασμένος, -η, -ο
ο εξαπατημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το αρμ. cafr γεν. cafu «γέλια», διαφέρει όμως όσον αφορά στις μεταπτωτικές βαθμίδες. Το γελώ ανάγεται σε μια ινδοευρ. ρ. *gel- «λάμπω, είμαι λαμπρός, γελώ, χαμογελώ». Κατά τον Ησύχιο «γελείν
λάμπειν, ανθείν». Στην Ελληνική καθώς και σ' άλλες ινδοευρ. γλώσσες εκτός από τον τ. γελώ (πρβλ. λατ. ridēre, γερμ. lachen, αγγλ. laugh) υπάρχει και ο υποκοριστικός τ. μειδιώ, που αποδίδει την έννοια του «χαμογελώ» δηλ. «γελώ λίγο» (πρβλ. λατ. surridēre, γερμ. lacheln, αγγλ. smile). Όταν, αργότερα, το μειδιώ ταυτίστηκε σημασιολογικά με το γελώ (πρβλ. «μειδιᾴ
γελᾴ», Ησύχ.), τότε δημιουργήθηκαν σύνθετα για να αποδώσουν την υποκοριστική σημασία (πρβλ. υπομειδιώ, υπογελώ·). Τέλος, στη σύγχρονη Ελληνική όλα τα ρήματα με υποκοριστική σημασία αντικαταστάθηκαν από το χαμογελώ, που μπορεί να εκφράζει συναισθηματική κατάσταση ευθυμίας, χαράς, αλλά και ειρωνείας, περιφρόνησης.
ΠΑΡ. γελασηνός, γελασίνος, γέλασμα, γελαστής, γελαστός
αρχ.
γελανής, γελασείω, γελάσιμος, γελαστύς
μσν.- νεοελλ.
γέλιο
νεοελλ.
γελασιάρης, γελαστήριος, γελαστικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. γελοκλαίω
(Β' συνθετικό) περιγελώ
αρχ.
αναγελώ, διαγελώ, εγγελώ, εκγελώ, επιγελώ, καταγελώ, προγελώ, προσγελώ, συγγελώ, υπογελώ
νεοελλ.
κρυφογελώ, ξαναγελώ, ξεγελώ, παιζογελώ, πικρογελώ, συχνογελώ, χαμογελώ, χασκογελώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γέλῳ — γέλῳ̆ , γέλως laughter masc/fem dat sg (epic) γέλῳ̆ , γέλως laughter masc nom pl γέλῳ̆ , γέλως laughter masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελώ — γελάω / γελώ, γέλασα βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γέλω — γέλως laughter dat sg (epic) γέλως laughter masc dat sg γέλω̆ , γέλως laughter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γέλω ἔκθανον. — γέλω ἔκθανον. См. Помирать со смеху …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γελώ — γέλασα, γελάστηκα, γελασμένος 1. εκφράζω αυτό που αισθάνομαι με γέλιο, ξεσπώ σε γέλια: Γέλασα πολύ με το ανέκδοτο που μας είπε. 2. κοροϊδεύω, περιγελώ: Γελάει ο κόσμος με το φέρσιμό σου. 3. εξαπατώ, παραπλανώ: Με γέλασε το αθώο βλέμμα της. 4. το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γελῶ — γελάω laugh pres imperat mp 2nd sg γελάω laugh pres subj act 1st sg (attic epic ionic) γελάω laugh pres ind act 1st sg (attic epic ionic) γελάω laugh fut ind act 1st sg (attic epic ionic) γελάω laugh imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελῷ — γελάω laugh pres opt act 3rd sg γελάω laugh fut opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄσβεστον γέλω. — ἄσβεστον γέλω. См. Гомерический смех …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γέλωι — γέλῳ̆ , γέλως laughter masc/fem dat sg (epic) γέλῳ̆ , γέλως laughter masc nom pl γέλῳ̆ , γέλως laughter masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλων — γέλω̆ν , γέλως laughter masc/fem acc sg γέλως laughter masc gen pl γέλω̆ν , γέλως laughter masc acc sg γελάω laugh imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γελάω laugh imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”